λαντώ

λαντώ
και λαντό, το
κλειστή άμαξα παλιάς εποχής, για τέσσερα άτομα, την οποία έσερναν δύο άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. landau από την ονομ. τής γερμ. πόλης Landau].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαντωλέ — το κλειστή άμαξα για δύο επιβάτες, μικρό λαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. landaulet, υποκορ. τού landau] …   Dictionary of Greek

  • λαντό — το βλ. λαντώ …   Dictionary of Greek

  • λαντόνι — το λαντώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”